LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Oven broil
/ˈʌvən bɹˈɔɪl/
/ˈʌvən bɹˈɔɪl/
Verb (1)
Ορισμός και Σημασία του "oven broil"
to oven broil
ΡΉΜΑ
01
cook under a broiler
word family
oven broil
oven broil
Verb
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
oven
ovation
ovate leaf
ovate
ovary
oven cleaner
oven glove
oven stuffer
oven stuffer roaster
oven-cook
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App