Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
out-of-town
01
εκτός πόλης, προαστιακός
located away from a town or city center, often in a rural or suburban area
Παραδείγματα
They visited an out-of-town shopping center for better deals.
Επισκέφτηκαν ένα εμπορικό κέντρο έξω από την πόλη για καλύτερες προσφορές.
The company moved its offices to an out-of-town location.
Η εταιρεία μετέφερε τα γραφεία της σε μια τοποθεσία έξω από την πόλη.



























