otoscope
o
ˈɑ:
α
tos
təs
τασ
cope
ˌkoʊp
κουπ
British pronunciation
/ˈɒtəskˌə‍ʊp/

Ορισμός και σημασία του "otoscope"στα αγγλικά

01

ωτοσκόπιο, εργαλείο εξέτασης αυτιού

a medical instrument for examining the ear canal and eardrum during medical checkups
example
Παραδείγματα
The doctor checked for ear infections using an otoscope during the visit.
Ο γιατρός έλεγξε για λοιμώξεις αυτιού χρησιμοποιώντας ένα ωτοσκόπιο κατά τη διάρκεια της επίσκεψης.
The nurse used an otoscope to examine ears for wax buildup.
Η νοσοκόμα χρησιμοποίησε ένα ωτοσκόπιο για να εξετάσει τα αυτιά για συσσώρευση κεριού.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store