LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Otho
/ˈɒθəʊ/
/ˈɑːθoʊ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "otho"
Otho
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
French pope from 1088 to 1099 whose sermons called for the First Crusade (1042-1099)
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
othman i
otherworldly
otherworldliness
otherworld
otherwise
otho of lagery
othonna
otic
otic ganglion
otides
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App