Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to ostracize
01
οστρακίζω, αποκλείω
to exclude someone from a community or group as a form of punishment or social rejection
Transitive: to ostracize sb
Παραδείγματα
After the scandal, he was ostracized by his colleagues and no longer invited to company events.
Μετά το σκάνδαλο, εξοστρακίστηκε από τους συναδέλφους του και δεν προσκαλούνταν πλέον σε εκδηλώσεις της εταιρείας.
The clique ostracized anyone who did n't conform to their standards of popularity.
Η κλίκα εξόριζε όποιον δεν συμμορφωνόταν με τα πρότυπα δημοτικότητάς τους.



























