Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Orthopedist
01
ορθοπεδικός, χειρουργός ορθοπεδικός
a doctor specializing in the treatment and correction of bones and muscles, especially the issues and deformities in children's skeletal systems
Παραδείγματα
Attending seminars, the orthopedist constantly updated himself on the latest advancements in treating skeletal deformities.
Παρακολουθώντας σεμινάρια, ο ορθοπεδικός ενημερωνόταν συνεχώς για τις τελευταίες εξελίξεις στη θεραπεία των σκελετικών παραμορφώσεων.
The orthopedist developed a treatment plan to correct the curvature in Maria's spine, helping her avoid future complications.
Ο ορθοπεδικός ανέπτυξε ένα σχέδιο θεραπείας για τη διόρθωση της καμπυλότητας στη σπονδυλική στήλη της Μαρίας, βοηθώντας την να αποφύγει μελλοντικές επιπλοκές.
Λεξικό Δέντρο
orthopedist
orthoped



























