LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Originate in
/əɹˈɪdʒɪnˌeɪt ˈɪn/
/ɚɹˈɪdʒᵻnˌeɪt ˈɪn/
Verb (1)
Ορισμός και Σημασία του "originate in"
to originate in
ΡΉΜΑ
01
come from
word family
originate in
originate in
Verb
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
originate
originally
originality
originalism
original sin
origination
origination fee
originative
originator
orihon
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App