Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
orbital
01
τροχιακός, περιφορικός
relating to the path or motion of an object as it revolves around another object in space
Παραδείγματα
Satellites are placed into specific orbital configurations for communication purposes.
Οι δορυφόροι τοποθετούνται σε συγκεκριμένες τροχιακές διαμορφώσεις για σκοπούς επικοινωνίας.
Orbital periods vary depending on the distance from the central body.
Οι τροχιακές περιόδους ποικίλλουν ανάλογα με την απόσταση από το κεντρικό σώμα.
02
ορβιταλικός, σχετικός με την κόγχη του ματιού
of or relating to the eye socket



























