LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Orang
/ˈɔːɹæŋ/
/ˈoːɹæŋ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "orang"
Orang
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
large long-armed ape of Borneo and Sumatra having arboreal habits
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
oran
orally disintegrating tablet
orally
oralism
oral surgeon
orange
orange balsam
orange bat
orange belt
orange chicken
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App