LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Optionally
/ˈɒpʃənəli/
/ˈɑːpʃənəli/
Adverb (1)
Ορισμός και Σημασία του "optionally"
optionally
ΕΠΊΡΡΗΜΑ
01
in an optional manner
obligatorily
word family
opt
opt
Verb
option
Noun
optional
Adjective
optionally
Adverb
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
optional
option
optimum
optimize
optimization
optometrist
optometry
optometry admission test
opulence
opulent
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App