LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Onlooker
/ˈɒnlʊkɐ/
/ˈɔnˌɫʊkɝ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "onlooker"
Onlooker
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
someone who looks on
word family
onlooker
onlooker
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
online shopping
online poll
online media
online journalism
online game
only
only child
only fools and horses work
only free cheese is in the mousetrap
only if
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App