Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Okapi
01
οκάπι, ένα τετράποδο θηλαστικό που σχετίζεται με την οικογένεια της καμηλοπάρδαλης που έχει μαύρες και λευκές ρίγες στα πόδια και μικρότερο λαιμό
a quadruped mammal related to the giraffe family that has black and white stripes on the legs and a smaller neck, found chiefly in Congo rainforests



























