Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Ocean current
01
ωκεάνιο ρεύμα, θαλάσσιο ρεύμα
a continuous, directed movement of seawater in a specific pattern or direction
Παραδείγματα
The ocean current carried the debris across the Pacific Ocean.
Το ωκεάνιο ρεύμα μετέφερε τα συντρίμμια στον Ειρηνικό Ωκεανό.
Scientists are studying the effects of ocean currents on global climate patterns.
Οι επιστήμονες μελετούν τις επιπτώσεις των ωκεάνιων ρευμάτων στα παγκόσμια κλιματικά μοτίβα.



























