Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
nylon stocking
/nˈaɪlɑːn stˈɑːkɪŋ/
/nˈaɪlɒn stˈɒkɪŋ/
Nylon stocking
01
καλσόν νάιλον, γκασόν νάιλον
a type of long, thin socks made from a synthetic material called nylon
Παραδείγματα
She wore a pair of black nylon stockings with her dress.
Φορούσε ένα ζευγάρι μαύρες νάιλον κάλτσες με το φόρεμά της.
She carefully put on her nylon stockings to avoid ripping them.
Φόρεσε προσεκτικά τις νάιλον κάλτσες της για να αποφύγει να τις σχίσει.



























