Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
nuts
01
τρελός, παλαβός
behaving in a crazy or irrational manner
Παραδείγματα
They said he was nuts for talking to himself all day.
Είπαν ότι ήταν τρελός επειδή μιλούσε μόνος του όλη μέρα.
She seemed a bit nuts after staying awake for three nights.
Φαινόταν λίγο τρελή αφού παρέμεινε ξύπνια για τρεις νύχτες.
nuts
01
Ανάθεμα, Ωχ όχι
used to convey disbelief, frustration, or astonishment
Παραδείγματα
Nuts, I ca n't believe we missed the last train!
Ανάθεμα, δεν μπορώ να πιστέψω ότι χάσαμε το τελευταίο τρένο!
Nuts, the traffic is backed up for miles!
Αμάν, η κίνηση είναι μπλοκαρισμένη για μίλια!



























