Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
nutritional
01
θρεπτικός, διατροφικός
related to the nourishment provided by food and its impact on health, promoting growth and overall bodily well-being
Παραδείγματα
She paid attention to the nutritional content of her meals to ensure a balanced diet.
Πρόσεχε το θρεπτικό περιεχόμενο των γευμάτων της για να διασφαλίσει μια ισορροπημένη διατροφή.
Nutritional deficiencies can lead to various health problems if left unaddressed.
Οι διατροφικές ελλείψεις μπορούν να οδηγήσουν σε διάφορα προβλήματα υγείας εάν δεν αντιμετωπιστούν.
Λεξικό Δέντρο
nutritionally
nutritional
nutrition
nutr



























