Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
numbly
01
χαμηλόφωνα, χωρίς συναίσθημα
in a way that shows no emotion, usually due to shock, grief, or fear
Παραδείγματα
She nodded numbly, unable to process what she had just heard.
Έγνεψε κατάπληκτη, ανίκανη να επεξεργαστεί αυτό που μόλις άκουσε.
He walked numbly through the ruins of his home, expressionless.
Περπάτησε μούδιαστος μέσα από τα ερείπια του σπιτιού του, ανέκφραστος.
Λεξικό Δέντρο
numbly
numb



























