LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Nucellus
/njˈuːsɛləs/
/nˈuːsɛləs/
nucelli
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "nucellus"
Nucellus
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
central part of a plant ovule; contains the embryo sac
word family
nucellus
nucellus
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
nubile
nubian
nubia
nubby
nubbly
nucha
nuchal translucency screening
nucifraga
nucifraga caryocatactes
nucifraga columbiana
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App