Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Nosegay
01
ένα μικρό μπουκέτο λουλουδιών, ένα ανθοδέσμη
a small arrangement of flowers given as a gift or used as decoration
Παραδείγματα
She handed her friend a delicate nosegay of roses tied with a satin ribbon.
Έδωσε στη φίλη της ένα μικρό μπουκέτο τριαντάφυλλα δεμένο με σατέν κορδέλα.
The bride carried a charming nosegay of wildflowers down the aisle.
Η νύφη κρατούσε ένα γοητευτικό μικρό μπουκέτο από αγριολούλουδα κατά μήκος του διαδρόμου.



























