Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Nosebleed
01
αιμορραγία από τη μύτη, επιστάξις
the act or instance of blood flowing from the nose
Παραδείγματα
He had a nosebleed after blowing his nose too hard.
Είχε αιμορραγία από τη μύτη αφού φύσηξε τη μύτη του πολύ δυνατά.
The dry air in winter often causes nosebleeds.
Ο ξηρός αέρας το χειμώνα προκαλεί συχνά ρινορραγίες.
Λεξικό Δέντρο
nosebleed
nose
bleed



























