Nosed
volume
British pronunciation/nˈə‍ʊzd/
American pronunciation/ˈnoʊzd/

Ορισμός και Σημασία του "nosed"

01

having a nose (either literal or metaphoric) especially of a specified kind

word family

nose

nose

Verb

nosed

Adjective
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store