Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
northwesterly
01
βορειοδυτικός, προς τη βορειοδυτική κατεύθυνση
located in or facing the direction of the northwest
Παραδείγματα
The northwesterly winds caused the temperatures to drop significantly.
Οι βορειοδυτικοί άνεμοι προκάλεσαν σημαντική πτώση της θερμοκρασίας.
The northwesterly corner of the building has the best view of the sunset.
Η βορειοδυτική γωνία του κτιρίου έχει την καλύτερη θέα του ηλιοβασιλέματος.
02
βορειοδυτικός, προέρχεται από τα βορειοδυτικά
originating from or moving in the direction of the northwest
Παραδείγματα
A northwesterly breeze brought a chill to the evening air.
Μια βορειοδυτική αύρα έφερε ένα κρύο στον εσπερινό αέρα.
The northwesterly winds carried the scent of the ocean to the shore.
Οι βορειοδυτικοί άνεμοι μετέφεραν τη μυρωδιά του ωκεανού στην ακτή.
Λεξικό Δέντρο
northwesterly
north
westerly



























