Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Normalization
01
κανονικοποίηση, τυποποίηση
the process of making something conform to a standard, typical state, or accepted norm
Παραδείγματα
The normalization of trade relations helped stabilize the economy.
Η κανονικοποίηση των εμπορικών σχέσεων βοήθησε στη σταθεροποίηση της οικονομίας.
Social media contributed to the normalization of remote work.
Τα κοινωνικά δίκτυα συνέβαλαν στην κανονικοποίηση της τηλεργασίας.



























