Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Niqaabi
01
νικαμπί, ευσυνείδητη μουσουλμάνα που καλύπτει το πρόσωπο και τα χέρια της σε δημόσιους χώρους ή στην παρουσία οποιουδήποτε άνδρα εκτός της άμεσης οικογένειάς της
an observant Muslim woman who covers her face and hands when in public or in the presence of any man outside her immediate family



























