LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Niobite
/nɪˈɒbaɪt/
/ˈnaɪoʊˌbaɪt/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "niobite"
Niobite
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a black mineral that is an ore of niobium and tantalum
word family
niobite
niobite
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
niobe
ninurta
nintu
nintoo
ninth cranial nerve
niobium
niobrara
niobrara river
nip
nip and tuck
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App