Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Nihilist
01
μηδενιστής, αναρχικός
a person who supports the absence of organized government or authority
Παραδείγματα
The nihilist passionately argued against the establishment of any form of government.
Ο μηδενιστής υποστήριξε με πάθος κατά της δημιουργίας οποιασδήποτε μορφής κυβέρνησης.
Some viewed him as a radical nihilist due to his disdain for established systems.
Μερικοί τον θεωρούσαν ριζοσπαστικό μηδενιστή λόγω της περιφρόνησής του για τα καθιερωμένα συστήματα.
02
μηδενιστής, πρόσωπο μηδενιστής
a person who denies or rejects all established beliefs and values, especially in morality and religion
Παραδείγματα
Despite growing up in a religious household, she later became a vocal nihilist.
Παρόλο που μεγάλωσε σε ένα θρησκευτικό νοικοκυριό, αργότερα έγινε μια φωναχτή μηδενίστρια.
The philosophy class discussed the perspective of nihilists and their influence on modern thought.
Το μάθημα φιλοσοφίας συζήτησε την προοπτική των μηδενιστών και την επιρροή τους στη σύγχρονη σκέψη.
Λεξικό Δέντρο
nihilistic
nihilist
nihil



























