Attended
volume
British pronunciation/ɐtˈɛndɪd/
American pronunciation/əˈtɛndɪd/

Ορισμός και Σημασία του "attended"

01

playing or singing with instrumental or vocal accompaniment

02

having a caretaker or other watcher

example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store