Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Access road
01
δρόμος πρόσβασης, οδός εισόδου
a road providing access to another road or to a specific place
Παραδείγματα
The access road to the new shopping center is still under construction.
Ο δρόμος πρόσβασης στο νέο εμπορικό κέντρο είναι ακόμα υπό κατασκευή.
There is a sign for an access road leading to the park entrance.
Υπάρχει μια πινακίδα για έναν δρόμο πρόσβασης που οδηγεί στην είσοδο του πάρκου.



























