
Αναζήτηση
newfangled
01
καινοφανής, πρόσφατος
recently invented or introduced, often implying novelty over practicality
Example
She was n't impressed by the newfangled gadgets her friends raved about.
Δεν την ενθουσίασαν οι καινοφανείς συσκευές που αποθέωναν οι φίλοι της.
The old farmer was skeptical of the newfangled farming techniques proposed by the young experts.
Ο παλιός αγρότης ήταν σκεπτικός απέναντι στις καινοφανείς γεωργικές τεχνικές που προτάθηκαν από τους νεαρούς ειδικούς.

Συναφή Λέξεις