Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
never
Παραδείγματα
She never eats meat; she's been vegetarian since birth.
Αυτή ποτέ δεν τρώει κρέας· είναι χορτοφάγος από τη γέννησή της.
They never visited Europe despite always planning to.
Ποτέ δεν επισκέφτηκαν την Ευρώπη παρά το ότι πάντα το σχεδίαζαν.
02
ποτέ, ουδέποτε
indicates the absolute absence or impossibility of something
Παραδείγματα
This plan will never work; it's too risky.
Αυτό το σχέδιο ποτέ δεν θα λειτουργήσει· είναι πολύ επικίνδυνο.
She was never one to back down from a challenge.
Δεν ήταν ποτέ από αυτούς που υποχωρούν μπροστά σε μια πρόκληση.



























