Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
negatively
01
αρνητικά
in a manner that is bad or causes harm
Παραδείγματα
The criticism affected her negatively, leading to a decrease in confidence.
Η κριτική την επηρέασε αρνητικά, οδηγώντας σε μείωση της αυτοπεποίθησης.
The harsh weather conditions impacted the crops negatively, resulting in a poor harvest.
Οι σκληρές καιρικές συνθήκες επηρέασαν αρνητικά τις καλλιέργειες, με αποτέλεσμα μια κακή συγκομιδή.
02
αρνητικά
in a negative way
Λεξικό Δέντρο
negatively
negative
negate



























