Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
natural resources
/nˈætʃɚɹəl ɹɪsˈoːɹsᵻz/
/nˈatʃəɹəl ɹɪzˈɔːsɪz/
Natural resources
01
φυσικοί πόροι, πρώτες ύλες φυσικής προέλευσης
raw materials found in nature that are used by human beings
Παραδείγματα
Forests and rivers are vital natural resources for many communities.
Τα δάση και τα ποτάμια είναι ζωτικοί φυσικοί πόροι για πολλές κοινότητες.
The country relies heavily on its natural resources for economic growth.
Η χώρα βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στους φυσικούς της πόρους για την οικονομική ανάπτυξη.



























