Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
naturalistic
01
φυσιοκρατικός, ρεαλιστικός
(of a literary or artistic work) mimicking or portraying the real life
Λεξικό Δέντρο
naturalistic
natural
nature
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
φυσιοκρατικός, ρεαλιστικός
Λεξικό Δέντρο