LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Narrowed
/nˈæɹəʊd/
/ˈnɛɹoʊd/
Adjective (2)
Ορισμός και Σημασία του "narrowed"
narrowed
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
reduced in size as by squeezing together
02
made narrow; limited in breadth
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
narrowcast
narrowbody aircraft
narrowboat
narrow-track vehicle
narrow-mouthed
narrowhead morel
narrowing
narrowly
narrowness
narthex
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App