LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Narcism
/nˈɑːsɪzəm/
/nˈɑːɹsɪzəm/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "narcism"
Narcism
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
an exceptional interest in and admiration for yourself
word family
narcism
narcism
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
narcan
narc
naqua
napu
naproxen sodium
narcissism
narcissist
narcissistic
narcissus
narcissus jonquilla
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App