Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Namby-pamby
01
ένας άνοστος αδύναμος που είναι ανόητα συναισθηματικός, ένας ανόητος και συναισθηματικός αδύναμος
an insipid weakling who is foolishly sentimental
namby-pamby
01
αδύναμος, δειλός
weak in willpower, courage or vitality



























