LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Myrsinaceae
/mˈɪəsˌɪneɪsˌiː/
/mˈɪəsˌɪneɪsˌiː/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "myrsinaceae"
Myrsinaceae
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
family of Old World tropical trees and shrubs; some in Florida
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
myrrhis odorata
myrrhis
myrrh tree
myrrh
myroxylon toluiferum
myrsine
myrsine family
myrtaceae
myrtaceous tree
myrtales
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App