Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
mutually
01
αμοιβαία, αμοιβαίως
in a way that involves or is shared by two or more people, groups, or sides equally
Παραδείγματα
The contract was mutually beneficial to both parties.
Η σύμβαση ήταν αμοιβαία ωφέλιμη και για τα δύο μέρη.
They reached a mutually acceptable agreement.
Έφτασαν σε μια αμοιβαία αποδεκτή συμφωνία.
Λεξικό Δέντρο
mutually
mutual
mutu



























