Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
murkily
01
σκοτεινά, μελαγχολικά
in a way that is dim or gloomy
Παραδείγματα
The room was lit murkily by a single, flickering candle.
Το δωμάτιο φωτίστηκε σκοτεινά από ένα μόνο τρεμουλιαστό κερί.
The streetlights cast a murkily subdued glow on the wet pavement.
Οι φανοί του δρόμου έριχναν μια θολή χαμηλωμένη λάμψη στο βρεγμένο πεζοδρόμιο.
02
θολά, ασαφώς
unclearly; opaquely
Λεξικό Δέντρο
murkily
murky
murk



























