Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Murderer
01
δολοφόνος, φονιάς
a person who is guilty of killing another human being deliberately
Παραδείγματα
The police apprehended the murderer after a lengthy investigation into the crime.
Η αστυνομία συνέλαβε τον δολοφόνο μετά από μακροχρόνια έρευνα για το έγκλημα.
In the courtroom, the murderer showed no remorse for their actions during the trial.
Στο δικαστήριο, ο δολοφόνος δεν έδειξε τύψεις για τις πράξεις του κατά τη διάρκεια της δίκης.



























