Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
muggy
01
αποπνικτικός, υγρός και ζεστός
characterized by high humidity and oppressive warmth
Παραδείγματα
The city experienced a muggy afternoon with high humidity levels, prompting residents to seek relief indoors.
Η πόλη βίωσε ένα αποπνικτικό απόγευμα με υψηλά επίπεδα υγρασίας, προκαλώντας τους κατοίκους να αναζητήσουν ανακούφιση σε εσωτερικούς χώρους.
The muggy weather made it challenging to enjoy outdoor activities without feeling sticky and uncomfortable.
Ο βαρύς καιρός έκανε δύσκολη την απόλαυση των υπαίθριων δραστηριοτήτων χωρίς να νιώθεις κολλώδης και άβολα.



























