Mountaineering
volume
British pronunciation/mˌa‍ʊntɪnˈi‍əɹɪŋ/
American pronunciation/ˈmaʊntɪˌnɪɹɪŋ/

Ορισμός και Σημασία του "mountaineering"

Mountaineering
01

the activity of climbing a mountain

word family

mountaineer

mountaineer

Verb

mountaineering

Noun
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store