LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Mountaineering
/mˌaʊntɪnˈiəɹɪŋ/
/ˈmaʊntɪˌnɪɹɪŋ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "mountaineering"
Mountaineering
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the activity of climbing a mountain
word family
mountaineer
mountaineer
Verb
mountaineering
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
mountaineer
mountain zebra
mountain watercress
mountain viscacha
mountain trail
mountainous
mountainside
mountaintop
mountbatten pink
mountebank
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App