LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Motorize
/mˈəʊtəɹˌaɪz/
/ˈmoʊtɝˌaɪz/
motorise
Verb (3)
Ορισμός και Σημασία του "motorize"
to motorize
ΡΉΜΑ
01
equip with armed and armored motor vehicles
02
equip with a motor
03
equip with a motor vehicle
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
motorization
motorist
motorisation
motoring
motorial
motorized
motorized wheelchair
motorless
motorman
motormouth
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App