Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
most especially
/mˈoʊst ɪspˈɛʃəli/
/mˈəʊst ɪspˈɛʃəlˌi/
most especially
01
ιδιαίτερα, κυρίως
with particular emphasis on one specific aspect
Παραδείγματα
I love all Italian food, most especially homemade pasta.
Λατρεύω όλα τα ιταλικά φαγητά, ειδικά τα σπιτικά μακαρόνια.
The museum features art from many periods, most especially the Renaissance collection.
Το μουσείο παρουσιάζει τέχνη από πολλές περιόδους, ιδιαίτερα τη συλλογή της Αναγέννησης.



























