LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Ataractic drug
/ˌatɐɹˈaktɪk dɹˈʌɡ/
/ˌæɾɐɹˈæktɪk dɹˈʌɡ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "ataractic drug"
Ataractic drug
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a drug used to reduce stress or tension without reducing mental clarity
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
ataractic agent
ataractic
atar
atama soup
atalanta
atarax
ataraxia
ataraxic
ataraxis
atavism
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App