Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Monosyllable
01
μονοσύλλαβη λέξη, μονοσύλλαβο
a word or expression comprised of a single syllable
Παραδείγματα
In the spelling bee, she was first given a simple monosyllable before moving on to more complex terms.
Στον διαγωνισμό ορθογραφίας, της δόθηκε πρώτα μια απλή μονοσύλλαβη λέξη πριν προχωρήσει σε πιο σύνθετους όρους.
The word " cat " is a monosyllable, easy for young children to pronounce.
Η λέξη "γάτα" είναι μονοσύλλαβη, εύκολη στην προφορά για τα μικρά παιδιά.
Λεξικό Δέντρο
monosyllable
syllable



























