Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
monochromic
01
μονοχρωματικός, μονόχρωμος
relating to or using only one color or its shades
Παραδείγματα
The artist 's monochromic series explored the depth and variation of blue hues, creating a soothing visual experience.
Η μονοχρωματική σειρά του καλλιτέχνη εξερεύνησε το βάθος και τη διακύμανση των μπλε αποχρώσεων, δημιουργώντας μια χαλαρωτική οπτική εμπειρία.
Her monochromic wardrobe consisted of various shades of green, reflecting her love for that particular color.
Η μονοχρωματική γκαρνταρόμπα της αποτελούνταν από διάφορες αποχρώσεις του πράσινου, αντικατοπτρίζοντας την αγάπη της για αυτό το συγκεκριμένο χρώμα.
Λεξικό Δέντρο
monochromic
monochrome
chrome



























