monocracy
mo
mɑ:
μα
noc
ˈnoʊk
νουκ
ra
ρα
cy
si
σι
British pronunciation
/mɒnˈəʊkɹəsi/

Ορισμός και σημασία του "monocracy"στα αγγλικά

01

μονοκρατία, μοναρχική διακυβέρνηση

a system of governance where a singular authority rules without any legal or oppositional constraints
example
Παραδείγματα
Critics argue that under the guise of stability, the leader 's monocracy suppressed basic human rights.
Οι κριτικοί υποστηρίζουν ότι υπό το πρόσχημα της σταθερότητας, η μονοκρατία του ηγέτη καταπίεζε τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα.
In history class, students learned about the dangers of monocracy and the importance of checks and balances.
Στο μάθημα της ιστορίας, οι μαθητές έμαθαν για τους κινδύνους της μονοκρατίας και τη σημασία των ελέγχων και των ισορροπιών.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store