Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
mono-
01
μονο-, εν-
used to form words that relate to concepts or entities that are singular or alone
Παραδείγματα
The city built a monorail to reduce traffic congestion.
Η πόλη κατασκεύασε ένα μονοράιλ για να μειώσει την κυκλοφοριακή συμφόρηση.
He remained monolingual despite living abroad for years.
Παρέμεινε μονόγλωσσος παρά τα χρόνια διαμονής του στο εξωτερικό.



























