LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Mizzle
/mˈɪzəl/
/mˈɪzəl/
Noun (1)
Verb (1)
Ορισμός και Σημασία του "mizzle"
Mizzle
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
very light rain; stronger than mist but less than a shower
to mizzle
ΡΉΜΑ
01
rain lightly
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
mizzenmast
mizzen course
mizo
mizenmast
mizen
mls
mm hg
mmm
mms
mnemonic
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App